Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπιτετράπεμπτος
ἐπιτετράφαται
ἐπιτετυχημένως
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
View word page
ἐπιτετράπεμπτος
ἐπιτετρᾰ/-πεμπτος, ον, = foreg., ib. 21 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιτετράπεμπτος
Headword (normalized):
ἐπιτετράπεμπτος
Headword (normalized/stripped):
επιτετραπεμπτος
IDX:
41318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41319
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτετρᾰ/-πεμπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:21/canonical-url/"> 21 </a>.</div><br><br>'}