Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπίτερα
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρεναι
ἐπιτερματίζω
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπίτερπνος
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
View word page
ἐπίτερμος
ἐπί-τερμος, ον,
A). adjacent, BGU 473.10 (ii/iii A.D.).


ShortDef

adjacent

Debugging

Headword:
ἐπίτερμος
Headword (normalized):
ἐπίτερμος
Headword (normalized/stripped):
επιτερμος
IDX:
41304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπί-τερμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adjacent</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 473.10 </span> (ii/iii A.D.).</div> </div><br><br>'}