Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιτελής
ἐπιτελίζω
ἐπιτέλλω1
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπίτερα
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρεναι
ἐπιτερματίζω
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπίτερπνος
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
View word page
ἐπιτέρεναι
ἐπιτέρεναι· εἶδος ἄρτων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιτέρεναι
Headword (normalized):
ἐπιτέρεναι
Headword (normalized/stripped):
επιτερεναι
IDX:
41301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτέρεναι·</span> <span class="foreign greek">εἶδος ἄρτων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}