Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιτάκτωρ
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
ἐπίταλον
ἐπίταμα
ἐπιτάμνω
ἐπιτανύω
ἐπιτάξ
ἐπιταξίδια
ἐπίταξις
ἐπιτάπεινος
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
ἐπιτάραχος
ἐπιτάρροθος
ἐπίταρχον
ἐπίτασις
ἐπιτάσσω
ἐπιτατικός
View word page
ἐπιταξίδια
ἐπιταξίδια
(
ἐπιτακ-ίδις
cod.)
· σιδηραῖ τινες, ὡς ἄγκυραι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιταξίδια
Headword (normalized):
ἐπιταξίδια
Headword (normalized/stripped):
επιταξιδια
IDX:
41247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41248
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιταξίδια</span> (<span class="orth greek">ἐπιτακ-ίδις</span> cod.)<span class="foreign greek">· σιδηραῖ τινες, ὡς ἄγκυραι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}