Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπισωρεύω
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιτάδε
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπίταδες
ἐπιτάδιος
ἐπιτάδουμα
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιτάκτωρ
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
ἐπίταλον
View word page
ἐπιτάδουμα
ἐπι-τάδουμα,
A). v. ἐπιτήδευμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιτάδουμα
Headword (normalized):
ἐπιτάδουμα
Headword (normalized/stripped):
επιταδουμα
IDX:
41232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπι-τάδουμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιτήδευμα.</span> </div> </div><br><br>'}