Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπισώρευσις
ἐπισωρεύω
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιτάδε
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπίταδες
ἐπιτάδιος
ἐπιτάδουμα
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιτάκτωρ
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
View word page
ἐπιτάδιος
ἐπι-τάδιος·
ἐραστής,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιτάδιος
Headword (normalized):
ἐπιτάδιος
Headword (normalized/stripped):
επιταδιος
IDX:
41231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41232
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπι-τάδιος·</span> <span class="foreign greek">ἐραστής,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}