ἐπιταγή
ἐπι-τᾰγή, ἡ,(ἐπιτάσσω)
A). = -ταγμα , , 13.4.3 1 Es. 1.18 ; vόμων ἐπιταγαί ; 1.70 τὰς ἐ. δυσχερῶς φέροντες ; 21.6.1 imposition of taxes, αἱ ἐ. τῶν εἰσφορῶν . 4.19
2). esp. of oracles or divine commands, κατ’ ἐπιταγήν SIG 1153 (Athens); κατ’ ἐ. τοῦ θεοῦ JHS 26.28 , etc.; κατ’ ἐ. τοῦ αἰωνίου θεοῦ Ep.Rom. 16.26 , cf. 1 Ep.Cor. 7.6 .