Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπισυζεύγνυμι
ἐπισυζυγία
ἐπισυκοφαντέω
ἐπισυλλαμβάνω
ἐπισυλλέγω
ἐπισύλληψις
ἐπισυλλογίζομαι
ἐπισυμβαίνω
ἐπισυμβάλλομαι
ἐπισυμμαχία
ἐπισυμμείγνυμι
ἐπισυμμύω
ἐπισυμπάρειμι
ἐπισυμπίπτω
ἐπισυμπλέκω
ἐπισύμπτωσις
ἐπισυμφέρω
ἐπισύμφορος
ἐπισυνάγω
ἐπισυναγωγή
ἐπισυναθροίζω
View word page
ἐπισυμμείγνυμι
ἐπισυμ-μείγνῡμι,
A). add, Vett. Val. 215.6 .


ShortDef

add

Debugging

Headword:
ἐπισυμμείγνυμι
Headword (normalized):
ἐπισυμμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
επισυμμειγνυμι
IDX:
41113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπισυμ-μείγνῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">add,</span> Vett. Val.<span class="bibl"> 215.6 </span>.</div> </div><br><br>'}