Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιστράτηγος
ἐπιστρατοπεδεία
ἐπιστρατοπεδεύω
ἐπιστραφής
ἐπίστρεμμα
ἐπιστρεπτέον
ἐπιστρεπτικός
ἐπίστρεπτος
ἐπιστρέφεια
ἐπιστρεφής
ἐπιστρεφομένως
ἐπιστρέφω
ἐπίστρεψις
ἐπιστρογγύλλομαι
ἐπιστρόγγυλος
ἐπιστροφάδην
ἐπιστροφεύς
ἐπιστροφή
ἐπιστροφία
ἐπιστροφίς
ἐπιστροφίς
View word page
ἐπιστρεφομένως
ἐπι-στρεφομένως
(
-νος
cod.),
A).
gloss on
ἐπιστροφάδην
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιστρεφομένως
Headword (normalized):
ἐπιστρεφομένως
Headword (normalized/stripped):
επιστρεφομενως
IDX:
41079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41080
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπι-στρεφομένως</span> (<span class="foreign greek">-νος</span> cod.), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐπιστροφάδην</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}