Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιστομόω
ἐπιστοναχέω
ἐπιστοναχίζω
ἐπιστορέννυμι
ἐπιστοναχστόρνυμι
ἐπίστρατα
ἐπιστρατάομαι
ἐπιστρατεία
ἐπιστράτευσις
ἐπιστρατεύω
ἐπιστρατηγέω
ἐπιστρατηγία
ἐπιστράτηγος
ἐπιστρατοπεδεία
ἐπιστρατοπεδεύω
ἐπιστραφής
ἐπίστρεμμα
ἐπιστρεπτέον
ἐπιστρεπτικός
ἐπίστρεπτος
ἐπιστρέφεια
View word page
ἐπιστρατηγέω
ἐπιστρᾰτ-ηγέω,
A). hold office of ἐπιστράτηγος, OGI 708.16 , etc.


ShortDef

hold office of ἐπιστράτηγος

Debugging

Headword:
ἐπιστρατηγέω
Headword (normalized):
ἐπιστρατηγέω
Headword (normalized/stripped):
επιστρατηγεω
IDX:
41067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιστρᾰτ-ηγέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hold office of</span> <span class="foreign greek">ἐπιστράτηγος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 708.16 </span>, etc.</div> </div><br><br>'}