Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιστολογραφεῖον
ἐπιστολογραφικός
ἐπιστολόγραφος
ἐπιστοματίζω
ἐπιστομίζω
ἐπιστομίς
ἐπιστόμισμα
ἐπιστομόω
ἐπιστοναχέω
ἐπιστοναχίζω
ἐπιστορέννυμι
ἐπιστοναχστόρνυμι
ἐπίστρατα
ἐπιστρατάομαι
ἐπιστρατεία
ἐπιστράτευσις
ἐπιστρατεύω
ἐπιστρατηγέω
ἐπιστρατηγία
ἐπιστράτηγος
ἐπιστρατοπεδεία
View word page
ἐπιστορέννυμι
ἐπιστορέννῡμι or ( Hsch.
A). s.v. ψιάθια )


ShortDef

to strew

Debugging

Headword:
ἐπιστορέννυμι
Headword (normalized):
ἐπιστορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
επιστορεννυμι
IDX:
41060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41061
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιστορέννῡμι</span> or (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">ψιάθια</span> )</div> </div><br><br>'}