Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιστολιαφόρος
ἐπιστολίδιον
ἐπιστολικός
ἐπιστολιμαῖος
ἐπιστόλιον
ἐπιστολογραφεῖον
ἐπιστολογραφικός
ἐπιστολόγραφος
ἐπιστοματίζω
ἐπιστομίζω
ἐπιστομίς
ἐπιστόμισμα
ἐπιστομόω
ἐπιστοναχέω
ἐπιστοναχίζω
ἐπιστορέννυμι
ἐπιστοναχστόρνυμι
ἐπίστρατα
ἐπιστρατάομαι
ἐπιστρατεία
ἐπιστράτευσις
View word page
ἐπιστομίς
ἐπιστομ-ίς, ίδος, ,
A). = φορβειά 11 , Hsch. s.v. ἐπίχαλκον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιστομίς
Headword (normalized):
ἐπιστομίς
Headword (normalized/stripped):
επιστομις
IDX:
41055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41056
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιστομ-ίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φορβειά</span> <span class="bibl"> 11 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐπίχαλκον</span> .</div> </div><br><br>'}