Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπίστιον
ἐπίστιος
ἐπίστιχος
ἐπιστοβέω
ἐπιστοιβάζω
ἐπιστοίβασις
ἐπιστοιχειόω
ἐπιστολαγραφεῖον
ἐπιστολαγράφος
ἐπιστολάδην
ἐπιστολαφόρος
ἐπιστολεύς
ἐπιστολή
ἐπιστοληφόρος
ἐπιστολιαφόρος
ἐπιστολίδιον
ἐπιστολικός
ἐπιστολιμαῖος
ἐπιστόλιον
ἐπιστολογραφεῖον
ἐπιστολογραφικός
View word page
ἐπιστολαφόρος
ἐπιστολαφόρος,
A). v. ἐπιστοληφόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιστολαφόρος
Headword (normalized):
ἐπιστολαφόρος
Headword (normalized/stripped):
επιστολαφορος
IDX:
41041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιστολαφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιστοληφόρος</span> .</div> </div><br><br>'}