ἐπίστατον
ἐπίστᾰτ-ον, τό,
A). support, stand, SIG 2 B 4 (Sigeum, vi B.C.), Av. 437 , IG 11(2).161 C 94 (Delos, iii B.C.), PGrenf. 1.14.6 (ii B.C.), s.v. λάανα ; cf. ἐπιστάτης IV.
II).. ἐπιστᾱτός, v. ἐπιστητός .