ἄληκτος
ἄληκτος (B), ον,
A). = ἄδαστος , ; cf. 64.40 ἄλλ-. ἀλήλεκα, ἀλήθ-λεμαι or ἀλήθ-λεσμαι, v. ἀλέω (A). ἀλήλῐφα, ἀλήθ-λιμμαι, v. ἀλείφω . ἄλημα[ ᾰλ],(ἀλέω A) fine meal: metaph., of a fine-witted, wily knave, as Ulvsses, Aj. 381 , 390 (lyr.), cf. Ant. 320 (v.l.).
II). (ἀλάομαι). = ὁδοιπορία , ἀλήμεναι, ἀλῆναι, v. εἴλω .