Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
ἐπίσταλμα
ἐπίσταλσις
ἐπισταλτικός
ἐπίσταμα
ἐπίσταμαι
ἐπίσταξις
ἐπιστασία
ἐπιστασιάζω
ἐπιστασίδια
ἐπιστάσιον
ἐπιστάσιος
ἐπίστασις
ἐπιστατεία
ἐπιστατέον
View word page
ἐπίσταμα
ἐπίστᾱμα,
A). v. ἐπίστημα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίσταμα
Headword (normalized):
ἐπίσταμα
Headword (normalized/stripped):
επισταμα
IDX:
40969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπίστᾱμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπίστημα</span> .</div> </div><br><br>'}