Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπίσπορος
ἐπισπουδάζω
ἐπισπουδασμός
ἐπισπουδαστής
ἐπίσπω
ἔπισσαι
ἐπισσείω
ἐπίσσοφος
ἐπίσσυτος
ἐπίσσωτρον
ἐπίστᾳ
ἐπίσταγμα
ἐπισταγμός
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
View word page
ἐπίστᾳ
ἐπίστᾳ, for ἐπίστασαι, 2 sg. of ἐπίσταμαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίστᾳ
Headword (normalized):
ἐπίστᾳ
Headword (normalized/stripped):
επιστα
IDX:
40954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40955
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπίστᾳ</span>, for <span class="foreign greek">ἐπίστασαι</span>, 2 sg. of <span class="foreign greek">ἐπίσταμαι</span>.</div><br><br>'}