Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπίσπονδον
ἐπισπονδορχηστής
ἐπισπορά
ἐπισπορία
ἐπίσπορος
ἐπισπουδάζω
ἐπισπουδασμός
ἐπισπουδαστής
ἐπίσπω
ἔπισσαι
ἐπισσείω
ἐπίσσοφος
ἐπίσσυτος
ἐπίσσωτρον
ἐπίστᾳ
ἐπίσταγμα
ἐπισταγμός
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
View word page
ἐπισσείω
ἐπισσείω
,
ἐπισσεύω
, Ep. for
ἐπισείω, ἐπισεύω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπισσείω
Headword (normalized):
ἐπισσείω
Headword (normalized/stripped):
επισσειω
IDX:
40950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40951
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπισσείω</span>, <span class="orth greek">ἐπισσεύω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἐπισείω, ἐπισεύω</span>.</div><br><br>'}