Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπισπένδω
ἐπισπερχής
ἐπισπέρχω
ἐπισπέσθαι
ἐπισπεύδω
ἐπισπευστικός
ἐπισπιλόω
ἐπισπλαγχνίδιος
ἐπισπλαγχνίζομαι
ἐπίσπληνος
ἐπισπόμενος
ἐπισπονδή
ἐπίσπονδον
ἐπισπονδορχηστής
ἐπισπορά
ἐπισπορία
ἐπίσπορος
ἐπισπουδάζω
ἐπισπουδασμός
ἐπισπουδαστής
ἐπίσπω
View word page
ἐπισπόμενος
ἐπισπόμενος,
A). v. ἐφέπω (B).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπισπόμενος
Headword (normalized):
ἐπισπόμενος
Headword (normalized/stripped):
επισπομενος
IDX:
40938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπισπόμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐφέπω</span> (B).</div> </div><br><br>'}