Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλήθευσις
ἀληθευτής
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθικός
ἀληθινολογέω
ἀληθινολογία
ἀληθινόν
ἀληθινόπινος
ἀληθινοπόρφυρος
ἀληθινός
Ἀληθιών
ἀληθοεπής
ἀληθόμαντις
ἀληθομυθέω
ἀληθόμυθος
ἀληθορκέω
ἀληθοσύνη
ἀληθότης
ἀληθουργής
View word page
ἀληθινοπόρφυρος
ἀληθινο-πόρφυρος, ον,
A). of genuine purple, POxy. 114 (ii/ iii A. D.).


ShortDef

of genuine purple

Debugging

Headword:
ἀληθινοπόρφυρος
Headword (normalized):
ἀληθινοπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
αληθινοπορφυρος
IDX:
4082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀληθινο-πόρφυρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of genuine purple,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 114 </span> (ii/ iii A. D.).</div> </div><br><br>'}