ἐπιρρίπτω
ἐπιρρίπτ-ω (
A). ἐπῐρίπτω AP 5.128 ( )), cast at, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν ; 5.310 διώκων ἐ. ἑαυτόν throws himself upon his prey, HA 629b20 ; Βρούτῳ τὴν αὑτοῦ φοινικίδα ἐ. Ant. 22 ; χεῖρα ἐ., Lat. manum injecit, ( 9.84 ): metaph., ἐ. πλάνας τινί Pr. 738 ; ψευδεῖς αἰτίας ἐ. ; 14.12 τὴν μέριμναν ἐπὶ [θεόν] 1 Ep.Pet. 5.7 ; inflict, πολλὰσκληρὰ .. ἐπιρριφήσεται, c. dat., Nech.in Cat.Cod.Astr. 7.146 .
3).. Pass., -όμενα σκιρρώματα spreading over the surface, . 1.42
4).. requisition, ἔργα PTeb. 5.249 (ii B.C.); ἱερεῖα τρέφειν ib. 183 .