ἐπιρρεπής
ἐπιρρεπ-ής, ές,
A). inclining the balance, μνᾶς -έστερον βραχύ rather more than a mina in weight, ap. . 13.919
II).. leaning towards, prone to, πρός τι Hist.Conscr. 60 , ( Comp.); 13.576f ἐς τὸ φιλάνθρωπον ; 6.9.8 εἰς κακίαν in CA 3p.425M. ; -εστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν : abs., 5.8.2 ἐλπίδες -έστεραι favourable, . Adv. 1.55.1 -πῶς, ἔχειν πρός τι Epict. 3.22.1 ; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Milt. 61 : Comp. -έστερον M. 1.280 : Sup. -έστατα Men.Prot. p.119