Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιπρηΰνω
ἐπιπρίω
ἐπιπρό
ἐπιπροβαίνω
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροέηκα
ἐπιπροέχομαι
ἐπιπροθέω
ἐπιπροϊάλλω
ἐπιπροΐημι
ἐπίπροικα
ἐπίπροικος
ἐπιπρόκειμαι
ἐπιπρομολεῖν
ἐπιπρονέομαι
ἐπιπρονεύω
ἐπιπροπίπτω
ἐπιπροσβάλλω
ἐπιπροσγίγνομαι
ἐπιπρόσειμι
ἐπίπροσθεν
View word page
ἐπίπροικα
ἐπί-προικα· τὸ δεύτερον ἐπὶ προικὶ δῶρον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίπροικα
Headword (normalized):
ἐπίπροικα
Headword (normalized/stripped):
επιπροικα
IDX:
40636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπί-προικα·</span> <span class="foreign greek">τὸ δεύτερον ἐπὶ προικὶ δῶρον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}