Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιπρεπής
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρηνής
ἐπιπρητήν
ἐπιπρηΰνω
ἐπιπρίω
ἐπιπρό
ἐπιπροβαίνω
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροέηκα
ἐπιπροέχομαι
ἐπιπροθέω
ἐπιπροϊάλλω
ἐπιπροΐημι
ἐπίπροικα
ἐπίπροικος
ἐπιπρόκειμαι
ἐπιπρομολεῖν
ἐπιπρονέομαι
ἐπιπρονεύω
View word page
ἐπιπροέηκα
ἐπιπρο-έηκα, ἐπιπρο-έμεν,
A). v. ἐπιπροΐημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιπροέηκα
Headword (normalized):
ἐπιπροέηκα
Headword (normalized/stripped):
επιπροεηκα
IDX:
40631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιπρο-έηκα</span>, <span class="orth greek">ἐπιπρο-έμεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιπροΐημι</span> .</div> </div><br><br>'}