Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιπληρόω
ἐπιπλήρωσις
ἐπιπλήσσω
ἐπιπλινθοβολέω
ἐπίπλοα
ἐπιπλοεντεροκήλη
ἐπίπλοιον
ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλοκομιστής
ἐπιπλόμενος
ἐπιπλοόμφαλον
ἐπίπλοον
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος
ἐπίπλοοϲ
ἐπιπλώω
ἐπίπνευσις
ἐπιπνευστικός
ἐπιπνεύων
ἐπιπνέω
View word page
ἐπιπλόμενος
ἐπιπλόμενος,
A). v. ἐπιπέλομαι . ἔπιπλον, τό, v. ἔπιπλα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιπλόμενος
Headword (normalized):
ἐπιπλόμενος
Headword (normalized/stripped):
επιπλομενος
IDX:
40551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιπλόμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιπέλομαι</span> . <span class="orth greek">ἔπιπλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, v. <span class="ref greek">ἔπιπλα</span> .</div> </div><br><br>'}