Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιπλήκτειρα
ἐπιπληκτέος
ἐπιπλήκτης
ἐπιπληκτικός
ἐπιπλημμύρω
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήρωσις
ἐπιπλήσσω
ἐπιπλινθοβολέω
ἐπίπλοα
ἐπιπλοεντεροκήλη
ἐπίπλοιον
ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλοκομιστής
ἐπιπλόμενος
ἐπιπλοόμφαλον
ἐπίπλοον
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος
View word page
ἐπίπλοα
ἐπίπλοα,
A). v. ἔπιπλα ad fin.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίπλοα
Headword (normalized):
ἐπίπλοα
Headword (normalized/stripped):
επιπλοα
IDX:
40545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπίπλοα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔπιπλα</span> ad fin.</div> </div><br><br>'}