Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλετώρια
ἀλεύκαντος
ἀλεύρειν
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον1
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευροποιΐα
View word page
ἀλεύρειν
ἀλεύρειν·
ἀφεστάναι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλεύρειν
Headword (normalized):
ἀλεύρειν
Headword (normalized/stripped):
αλευρειν
IDX:
4045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4046
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλεύρειν·</span> <span class="foreign greek">ἀφεστάναι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}