Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλετώρια
ἀλεύκαντος
ἀλεύρειν
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον1
ἄλευρον2
View word page
ἀλετώρια
ἀλετώρια· ἀσεβῆ, πονηρά, ἀθέμιστα, ἁμαρτήματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλετώρια
Headword (normalized):
ἀλετώρια
Headword (normalized/stripped):
αλετωρια
IDX:
4043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλετώρια·</span> <span class="foreign greek">ἀσεβῆ, πονηρά, ἀθέμιστα, ἁμαρτήματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}