Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιμοτόω
ἐπιμοχθέω
ἐπιμόχθητος
ἐπίμοχθος
ἐπιμοχλεύω
ἐπιμύζω
ἐπιμυθέομαι
ἐπιμυθεύομαι
ἐπιμύθιος
ἐπιμυκτηρίζω
ἐπιμυκτηρισμός
ἐπίμυκτος
ἐπιμυλίδιος
ἐπιμύλιος
ἐπιμυλίς
ἐπίμυξις
ἐπιμυρίζω
ἐπιμύρομαι
ἐπίμυσις
ἐπιμύσσω
ἐπιμυχθίζω
View word page
ἐπιμυκτηρισμός
ἐπιμυκτηρ-ισμός
,
A).
gloss on
ἐπισμυκτόν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιμυκτηρισμός
Headword (normalized):
ἐπιμυκτηρισμός
Headword (normalized/stripped):
επιμυκτηρισμος
IDX:
40266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40267
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμυκτηρ-ισμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐπισμυκτόν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}