Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιμοίριος
ἐπίμοιρος
ἐπιμοιχεύω
ἐπιμοιχίδιος
ἐπιμολεῖν
ἐπίμολος
ἐπιμολύνω
ἐπιμομφή
ἐπίμομφος
ἐπιμονή
ἐπιμονίδιος
ἐπίμονος
ἐπιμοριασμός
ἐπιμόριος
ἐπιμοριότης
ἐπιμορμύρω
ἐπίμορτος
ἐπιμορφάζω
ἐπιμορφόω
ἐπιμοτόω
ἐπιμοχθέω
View word page
ἐπιμονίδιος
ἐπιμον-ίδιος,
A). v. Ἐπιμενίδειος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιμονίδιος
Headword (normalized):
ἐπιμονίδιος
Headword (normalized/stripped):
επιμονιδιος
IDX:
40247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμον-ίδιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἐπιμενίδειος</span> .</div> </div><br><br>'}