Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπιμετρίδα
ἐπίμετρον
ἐπιμήδιον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμήκης
ἐπιμηκύνω
ἐπιμηλάδες
View word page
ἐπιμετρίδα
ἐπιμετρ-ίδα· τὸ ἐπίμετρον, ὃ προσάπτεται τῷ χιτῶνι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιμετρίδα
Headword (normalized):
ἐπιμετρίδα
Headword (normalized/stripped):
επιμετριδα
IDX:
40194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμετρ-ίδα·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἐπίμετρον</span>, <span class="foreign greek">ὃ προσάπτεται τῷ χιτῶνι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}