Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιμέμφομαι
ἐπίμεμψις
ἐπιμενετέον
Ἐπιμενίδειος
ἐπιμένω
ἐπιμερής
ἐπιμερίζω
ἐπιμέρισις
ἐπιμερισμός
ἐπιμεριστής
ἐπίμερος
ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
View word page
ἐπίμερος
ἐπίμερ-ος· μοιχεύεται, Hsch.


ShortDef

desirable; see ἐφίμερος

Debugging

Headword:
ἐπίμερος
Headword (normalized):
ἐπίμερος
Headword (normalized/stripped):
επιμερος
IDX:
40183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπίμερ-ος·</span> <span class="foreign greek">μοιχεύεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}