Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμελήτρια
ἐπιμελία
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμελῳδέω
ἐπιμελῴδημα
ἐπιμέμβλεται
ἐπιμεμιγμένως
ἐπιμέμονα
ἐπιμεμπτέον
ἐπίμεμπτος
ἐπιμεμφής
ἐπιμέμφομαι
View word page
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλ-ομαι,
A). v. ἐπιμελέομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιμέλομαι
Headword (normalized):
ἐπιμέλομαι
Headword (normalized/stripped):
επιμελομαι
IDX:
40163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμέλ-ομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιμελέομαι</span> .</div> </div><br><br>'}