Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμελήτρια
ἐπιμελία
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμελῳδέω
ἐπιμελῴδημα
ἐπιμέμβλεται
ἐπιμεμιγμένως
ἐπιμέμονα
ἐπιμεμπτέον
ἐπίμεμπτος
ἐπιμεμφής
View word page
ἐπιμελία
ἐπιμελ-ία,
A). v. ἐπιμέλεια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιμελία
Headword (normalized):
ἐπιμελία
Headword (normalized/stripped):
επιμελια
IDX:
40162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40163
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμελ-ία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιμέλεια</span> .</div> </div><br><br>'}