Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμελήτρια
ἐπιμελία
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμελῳδέω
ἐπιμελῴδημα
ἐπιμέμβλεται
ἐπιμεμιγμένως
ἐπιμέμονα
ἐπιμεμπτέον
ἐπίμεμπτος
View word page
ἐπιμελήτρια
ἐπιμελ-ήτρια, , fem. of ἐπιμελητής, Hsch.
A). s.v. κομίστρια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιμελήτρια
Headword (normalized):
ἐπιμελήτρια
Headword (normalized/stripped):
επιμελητρια
IDX:
40161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40162
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμελ-ήτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">ἐπιμελητής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">κομίστρια</span> .</div> </div><br><br>'}