Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιμάχιμος
ἐπιμάχομαι
ἐπίμαχος
ἐπιμείγνυμι
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδίασις
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμεικτέον
ἐπίμεικτος
ἐπιμείλια
ἐπιμειλίσσομαι
ἐπιμειξία
ἐπίμειξις
ἐπιμείρομαι
ἐπιμελαίνομαι
ἐπιμέλας
ἐπιμελεδαίνω
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
View word page
ἐπιμείλια
ἐπιμείλια,
A). v. μείλια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιμείλια
Headword (normalized):
ἐπιμείλια
Headword (normalized/stripped):
επιμειλια
IDX:
40143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμείλια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μείλια</span> .</div> </div><br><br>'}