Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιλωβεύω
ἐπιλωβής
ἐπιλώβητος
ἐπίλωβος
ἐπιμάζιος
ἐπιμαθής
ἐπιμαιμάω
ἐπιμαίνω
ἐπιμαίομαι
ἐπίμακρος
ἐπιμάλθα
ἐπιμανδαλωτόν
ἐπιμανής
ἐπιμανθάνω
ἐπιμαντεύομαι
ἐπιμαργαίνω
ἐπίμαργος
ἐπιμάρναμαι
ἐπιμάρπτω
ἐπιμαρτυρέω
ἐπιμαρτύρησις
View word page
ἐπιμάλθα
ἐπιμάλθα
(leg.
ἐπιμάλθακα
):
ἀγαθά, προσηνῆ· ἢ μαλακά, ἢ ἀσθενῆ
λίαν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιμάλθα
Headword (normalized):
ἐπιμάλθα
Headword (normalized/stripped):
επιμαλθα
IDX:
40109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-40110
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιμάλθα</span> (leg. <span class="foreign greek">ἐπιμάλθακα</span>): <span class="foreign greek">ἀγαθά, προσηνῆ· ἢ μαλακά, ἢ ἀσθενῆ</span> <span class="foreign greek">λίαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}