Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιλαδόν
ἐπιλάζυμαι
ἐπιλαΐς
ἐπίλακκος
ἐπιλαλέω
ἐπιλάλημα
ἐπιλαμβάνω
ἐπιλαμπάδιον
ἐπίλαμπρος
ἐπιλαμπρύνω
ἐπίλαμπτος
ἐπιλάμπω
ἐπίλαμψις
ἐπιλανθάνω
ἐπιλάρκισμα
ἐπιλάρχης
ἐπιλαρχία
ἐπίλασις
ἐπιλαφύσσω
ἐπιλεαίνω
ἐπιλέανσις
View word page
ἐπίλαμπτος
ἐπίλαμπτος, ον, Ion. for ἐπίληπτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίλαμπτος
Headword (normalized):
ἐπίλαμπτος
Headword (normalized/stripped):
επιλαμπτος
IDX:
39986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπίλαμπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐπίληπτος</span>.</div><br><br>'}