ἐπικυλινδέω
ἐπικῠλινδέω or ἐπικυκλ-κυλίω ( , 3.53.4 ), fut. 19.19 -κυλίσω [ῑ]:—
A). roll down upon, πέτρους ἐπί τινας HG 3.5.20 ; τοῖς ὁδοιποροῦσι πέτρας D.S.l.c., cf. Plb.l.c.:— Pass., τὰ τμήματα τοῦ πελάγους -ισθέντα ; 2.109 τόκων τόκοις -κυλισθέντων interest being heaped on interest, ; 2.831e τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον -ινδεῖσθαι is slipped into .., ib. 699c ; -ισθεῖσα overlaying the infant, . 1.106
2).. Pass., to be applied by rolling, ταῖς σαρξί . 11.757
3).. Pass., degenerate, εἰς χρόνια πάθη : metaph.,[ 19.560 νοήσεις] δῑ ἀρρωστίαν -ούμεναι καὶ ἐπιτρέχουσαι τοῖς εἴδεσιν Pr. 88 .
4).. intr., roll on, κύματα Ps.- Philopatr. 3 .