Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλεκτρυονίς
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ1
ἀλέκτωρ2
ἀλέκω
ἁλέλαιον
ἀλέματος
ἄλεν
ἀλεξαίθριος
Ἀλεξανδρίζω
Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδροκόλαξ
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξανέμας
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
View word page
ἀλέματος
ἀλέματος, ἀλεμάτως, Dor for ἠλεμ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλέματος
Headword (normalized):
ἀλέματος
Headword (normalized/stripped):
αλεματος
IDX:
3991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλέματος</span>, <span class="orth greek">ἀλεμάτως</span>, Dor for <span class="foreign greek">ἠλεμ-</span>.</div><br><br>'}