Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπικρουστίκιον
ἐπικρούστιον
ἐπικρούω
ἐπικρύπτω
ἐπίκρυφος
ἐπίκρυψις
ἐπικρώζω
ἐπικτάομαι
ἐπικτείνω
ἐπικτένιον
ἐπικτέρεα
ἐπικτερεΐζω
ἐπίκτημα
ἐπικτηνίτης
ἐπίκτησις
ἐπικτητικός
ἐπίκτητος
ἐπικτίζω
ἐπικτόλωμα
ἐπικτόριον
ἐπικτός
View word page
ἐπικτέρεα
ἐπικτέρεα· ἐντάφια, Hsch. (sed cf. κτέρεα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικτέρεα
Headword (normalized):
ἐπικτέρεα
Headword (normalized/stripped):
επικτερεα
IDX:
39911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικτέρεα·</span> <span class="foreign greek">ἐντάφια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (sed cf. <span class="foreign greek">κτέρεα</span>).</div><br><br>'}