ἐπικτάομαι
ἐπικτάομαι,
A). gain or win besides, φίλους Eu. 901 ; πατρίοισι νόμοισι ἄλλον οὐδένα ἐπικτῶνται ; 2.79 ἐ. ἀρχήν extend one's empire, ; 1.144 ἐ. τὰ μὴ προσήκοντα ; 4.61 τριήρεις κέκτησθε πολλὰς καὶ πάτριον ὑμῖν ἐστι ναυτικὸν ἐπικτᾶσθαι add to those you have, HG 7.1.3 ; τόνδ’ ἐ. σύμμαχον as an ally, Eu. 671 ; ξυμμάρτυρας ὔμμ’ ἐ. Ant. 846 (lyr.); acquire additional property, PGiss. 108.3 (ii B.C.), etc.:—late in Pass., , 1.2 Nov. 123.4 .