Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπικούρησις
ἐπικουρητικός
ἐπικουρία
ἐπικουρικός
ἐπικούριος
ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικουφισμός
ἐπικραδαίνω
ἐπικραδάω
ἐπικράδιον
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπικρανής
ἐπικρανίς
ἐπικράνισμα
ἐπικρανῖτις
ἐπίκρανον
ἐπίκρασις
ἐπικραταιόω
ἐπικράτεια
View word page
ἐπικράδιον
ἐπικράδιον· ἐπικάρδιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικράδιον
Headword (normalized):
ἐπικράδιον
Headword (normalized/stripped):
επικραδιον
IDX:
39853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικράδιον·</span> <span class="foreign greek">ἐπικάρδιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}