Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπίκοινος
ἐπικοινόω
ἐπικοινωνέω
ἐπικοινωνία
ἐπικοινωνός
ἐπικοίρανος
ἐπικοιτάζομαι
ἐπικοιτέω
ἐπικοίτιος
ἐπικοκκάστρια
ἐπικόκκουρος
ἐπικολάπτω
ἐπικολλαίνω
ἐπικόλλημα
ἐπικόλπιος
ἐπικολπόω
ἐπικόλωνος
ἐπικομάω
ἐπικομίζω
ἐπικομμόω
ἐπικομπάζω
View word page
ἐπικόκκουρος
ἐπικόκκουρος·
ὁ παρατηρητὴς ἐν σταδίῳ
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπικόκκουρος
Headword (normalized):
ἐπικόκκουρος
Headword (normalized/stripped):
επικοκκουρος
IDX:
39803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39804
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικόκκουρος·</span> <span class="foreign greek">ὁ παρατηρητὴς ἐν σταδίῳ</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}