Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπικνήθω
Ἐπικνημίδιοι
ἐπικνήμιον
ἐπικνίζω
ἐπίκνισις
ἐπικοιλαίνω
ἐπικοιλίς
ἐπίκοιλος
ἐπικοιμάομαι
ἐπικοίμησις
ἐπικοιμητηριάσασθαι
ἐπικοιμίζω
ἐπικοινάομαι
Ἐπικοίνιος
ἐπίκοινος
ἐπικοινόω
ἐπικοινωνέω
ἐπικοινωνία
ἐπικοινωνός
ἐπικοίρανος
ἐπικοιτάζομαι
View word page
ἐπικοιμητηριάσασθαι
ἐπικοιμ-ητηριάσασθαι·
ὑπηρετικὸν ὄνομα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπικοιμητηριάσασθαι
Headword (normalized):
ἐπικοιμητηριάσασθαι
Headword (normalized/stripped):
επικοιμητηριασασθαι
IDX:
39789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39790
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικοιμ-ητηριάσασθαι·</span> <span class="foreign greek">ὑπηρετικὸν ὄνομα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}