Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπ’
ἐπίκλυσις
ἐπικλυσμός
ἐπίκλυστος
ἐπικλυτός
ἐπικλύω
ἐπικλώθω
ἐπίκλωσις
ἐπίκλωσμα
ἐπικνάω
ἐπικνέομαι
ἐπικνήθω
Ἐπικνημίδιοι
ἐπικνήμιον
ἐπικνίζω
ἐπίκνισις
ἐπικοιλαίνω
ἐπικοιλίς
ἐπίκοιλος
ἐπικοιμάομαι
ἐπικοίμησις
View word page
ἐπικνέομαι
ἐπικνέομαι
, Ion. for
ἐφ-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπικνέομαι
Headword (normalized):
ἐπικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
επικνεομαι
IDX:
39778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39779
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικνέομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐφ-</span>.</div><br><br>'}