Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπικέφαλον
ἐπικεχοδώς
ἐπικηδεία
ἐπικήδειος
ἐπικηδεύω
ἐπικήδομαι
ἐπικηκάζω
ἐπικήκαστος
ἐπικηραίνω
ἐπικήριος
ἐπικηρος
ἐπικήκκαρος
ἐπικηρόω
ἐπικήρυγμα
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικήρυκτος
ἐπικήρυξις
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδνημι
View word page
ἐπικηρος
ἐπικηρος
,
ον (
Hsch.
, hyperdor.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπικηρος
Headword (normalized):
ἐπικηρος
Headword (normalized/stripped):
επικηρος
IDX:
39704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39705
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικηρος</span>, <span class="foreign greek">ον (</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, hyperdor.</div><br><br>'}