Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄλειφα
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφεύς
ἀλείφιον
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκινός
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλέκτορον
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
View word page
ἀλεκινός
ἀλεκινός· δυνατός, Cyr., Suid. (cf. ἀλικίνος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλεκινός
Headword (normalized):
ἀλεκινός
Headword (normalized/stripped):
αλεκινος
IDX:
3968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3969
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλεκινός·</span> <span class="foreign greek">δυνατός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ἀλικίνος</span>).</div><br><br>'}