Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικεκρυμμένως
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικέλευσμα
ἐπικελευσμός
ἐπικελευστής
ἐπικελευστικός
ἐπικελεύω
ἐπικέλια
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεντρόομαι
ἐπίκεντρος
ἐπικέντρωσις
ἐπικεράννυμι
ἐπίκερας
ἐπικεραστικός
ἐπικερδαίνω
View word page
ἐπικέλια
ἐπικέλια·
ἔπεργα, ἱμάτια
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπικέλια
Headword (normalized):
ἐπικέλια
Headword (normalized/stripped):
επικελια
IDX:
39669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39670
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικέλια·</span> <span class="foreign greek">ἔπεργα, ἱμάτια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}