Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπικαταψάω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικαταψήχω
ἐπικατεῖδον
ἐπικάτειμι
ἐπικατεράω
ἐπικατεργάζομαι
ἐπικατέρχομαι
ἐπικατέχω
ἐπικατηγορέω
ἐπικατηγόρημα
ἐπικατηγορία
ἐπικατοικέω
ἐπικατορθόω
ἐπικατορύσσομαι
ἐπικαττύω
ἐπικάτω
ἐπικαυλόφυλλος
ἐπίκαυμα
ἐπίκαυσις
ἐπικαυστέον
View word page
ἐπικατηγόρημα
ἐπικατηγόρ-ημα, ατος, τό,
A). accusation, f.l. in Plu. 2.1127d .


ShortDef

accusation

Debugging

Headword:
ἐπικατηγόρημα
Headword (normalized):
ἐπικατηγόρημα
Headword (normalized/stripped):
επικατηγορημα
IDX:
39646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39647
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικατηγόρ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accusation</span>, f.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1127d </span>.</div> </div><br><br>'}